συνεχίζω

συνεχίζω
ΝΜΑ [συνεχής]
νεοελλ.
(αμτβ.)
1. (για γεγονότα, καταστάσεις ή καιρικά φαινόμενα) εξακολουθώ να γίνομαι ή να υπάρχω (α. «η απεργία συνεχίζεται» β. «η κακοκαιρία θα συνεχιστεί και αύριο»)
2. (στο γ' εν. πρόσ.) συνεχίζεται
(για ανάγνωσμα ή τηλεοπτική σειρά) ακολουθεί η συνέχεια τού ίδιου έργου
νεοελλ.-μσν.
εξακολουθώ χωρίς διακοπή να κάνω αυτό που εκτελούσα και προηγουμένως («συνεχίζω τις προσπάθειες μου για να πετύχω στο πανεπιστήμιο»)
μσν.
(για χώρο) βρίσκομαι σε συνοχή, επικοινωνώ
μσν.-αρχ.
κάνω κάτι συνεχές με κάτι άλλο, συνδέω, συνάπτω
αρχ.
εμμένω σε κάτι, μένω σταθερός σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεχίζω — συνεχίζω, συνέχισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. συνεχίζει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνεχίζω — συνέχισα, συνεχίστηκα, εκτελώ χωρίς διακοπή κάτι: Συνέχισε την ίδια τακτική. – Συνεχίζεται ο πόλεμος. – Συνεχίζει την παράδοση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεχιζομένων — συνεχίζω persist pres part mp fem gen pl συνεχίζω persist pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεχιζόντων — συνεχίζω persist pres part act masc/neut gen pl συνεχίζω persist pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεχισθέντα — συνεχίζω persist aor part pass neut nom/voc/acc pl συνεχίζω persist aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεχίζει — συνεχίζω persist pres ind mp 2nd sg συνεχίζω persist pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεχίζοντα — συνεχίζω persist pres part act neut nom/voc/acc pl συνεχίζω persist pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεχίζουσι — συνεχίζω persist pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεχίζω persist pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεχιζούσης — συνεχίζω persist pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεχιζόμενα — συνεχίζω persist pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”