- συνεχίζω
- ΝΜΑ [συνεχής]νεοελλ.(αμτβ.)1. (για γεγονότα, καταστάσεις ή καιρικά φαινόμενα) εξακολουθώ να γίνομαι ή να υπάρχω (α. «η απεργία συνεχίζεται» β. «η κακοκαιρία θα συνεχιστεί και αύριο»)2. (στο γ' εν. πρόσ.) συνεχίζεται(για ανάγνωσμα ή τηλεοπτική σειρά) ακολουθεί η συνέχεια τού ίδιου έργουνεοελλ.-μσν.εξακολουθώ χωρίς διακοπή να κάνω αυτό που εκτελούσα και προηγουμένως («συνεχίζω τις προσπάθειες μου για να πετύχω στο πανεπιστήμιο»)μσν.(για χώρο) βρίσκομαι σε συνοχή, επικοινωνώμσν.-αρχ.κάνω κάτι συνεχές με κάτι άλλο, συνδέω, συνάπτωαρχ.εμμένω σε κάτι, μένω σταθερός σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.